3,277,114
edits
(31) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και πενταδάχτυλος, -η, -ο / [[πενταδάκτυλος]] και [[πεντεδάκτυλος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] δάκτυλα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[πλάτος]] [[πέντε]] δακτύλων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άνθη]] και φύλλα) αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] πέταλα ή από [[πέντε]] διακλαδώσεις<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Πενταδάκτυλος</i><br />η [[κορυφή]] τών βουνών της Κερύνειας της Κύπρου<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>το Πενταδάκτυλο</i><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του όρους Ταΰγετος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] προεξοχές, [[πέντε]] ακτίνες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πενταδάκτυλον</i><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού πεντάφυλλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- / [[πέντε]]- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>οκτω</i>-[[δάκτυλος]])]. | |mltxt=και πενταδάχτυλος, -η, -ο / [[πενταδάκτυλος]] και [[πεντεδάκτυλος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] δάκτυλα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[πλάτος]] [[πέντε]] δακτύλων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άνθη]] και φύλλα) αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] πέταλα ή από [[πέντε]] διακλαδώσεις<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Πενταδάκτυλος</i><br />η [[κορυφή]] τών βουνών της Κερύνειας της Κύπρου<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>το Πενταδάκτυλο</i><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του όρους Ταΰγετος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] προεξοχές, [[πέντε]] ακτίνες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πενταδάκτυλον</i><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού πεντάφυλλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- / [[πέντε]]- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>οκτω</i>-[[δάκτυλος]])]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πενταδάκτυλος -ον [πεντα-, δάκτυλος] vijf vingers breed. | |||
}} | }} |