Anonymous

καταστυγέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταστῠγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>κατέστῠγον</i>· [[κατατρομάζω]], [[φρικιάζω]], [[αηδιάζω]], [[απεχθάνομαι]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''καταστῠγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>κατέστῠγον</i>· [[κατατρομάζω]], [[φρικιάζω]], [[αηδιάζω]], [[απεχθάνομαι]], σε Όμηρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-στυγέω huiveren, gruwen (van):. κατέστυγε μῦθον ἀκούσας hij huiverde toen hij het woord hoorde Il. 17.694; κατὰ δ ’ ἔστυγον αὐτήν zij gruwden van haar Od. 10.113 (tmesis).
}}
}}