Anonymous

παρανήχομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρανήχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ., κολυμπάω κατά [[μήκος]] της ακτής, σε Ομήρ. Οδ.· [[κολυμπώ]] δίπλα, <i>τῇ τριήρει</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''παρανήχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ., κολυμπάω κατά [[μήκος]] της ακτής, σε Ομήρ. Οδ.· [[κολυμπώ]] δίπλα, <i>τῇ τριήρει</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-νήχομαι voorbijzwemmen, langs... zwemmen:; εἰ δέ κ ’ ἔτι προτέρω παρανήξομαι als ik nog verder zwem (langs de kust) Od. 5.417; overdr.:; παρενήξατο τὸ πλεῦν ἥβης hij is het hoogtepunt van zijn leven voorbij gezwommen AP 6.296.5; naast... zwemmen: met dat.: τῇ τριήρει παρανηχόμενος naast de drieriemer zwemmend Plut. Them. 10.10.
}}
}}