Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαμιλλάομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ημιλλήθην</i>, αποθ.: [[αντιμάχομαι]] ένθερμα, [[φιλονικώ]], [[αντιπαλεύω]] με ζήλο, [[αγωνίζομαι]] [[πρόθυμα]], <i>τινι</i> ή [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.· [[περί]] τινος, στο ίδ.
|lsmtext='''διᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ημιλλήθην</i>, αποθ.: [[αντιμάχομαι]] ένθερμα, [[φιλονικώ]], [[αντιπαλεύω]] με ζήλο, [[αγωνίζομαι]] [[πρόθυμα]], <i>τινι</i> ή [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.· [[περί]] τινος, στο ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=δι-αμιλλάομαι wedijveren, met dat., met πρός + acc. met; περί + gen. om; pass.: ταῦτα μὲν ἱκανῶς διημίλληταί σοι dat is door jou afdoende verdedigd Luc. 33.58.
}}
}}