Anonymous

στεροπή: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στεροπή:''' ἡ, όπως το [[ἀστεροπή]], [[ἀστραπή]], η [[λάμψη]] της αστραπής, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· γενικά, [[λάμψη]], [[αστραπή]], [[ακτινοβολία]], [[στιλπνότητα]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''στεροπή:''' ἡ, όπως το [[ἀστεροπή]], [[ἀστραπή]], η [[λάμψη]] της αστραπής, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· γενικά, [[λάμψη]], [[αστραπή]], [[ακτινοβολία]], [[στιλπνότητα]], σε Όμηρ.
}}
{{elnl
|elnltext=στεροπή -ῆς, ἡ, Dor. στεροπά [~ ἀστεροπή] bliksem, bliksemstraal, bliksemschicht:. σ. πατρὸς Διός de bliksemstraal van vader Zeus Il. 11.66; βροντῇ στεροπῇ τ ’... ἀντήσαντες ὄλοιντο mogen zij donder en bliksem op hun pad vinden en zo omkomen Aeschl. Suppl. 34. uitbr. schittering, glans, straling, van brons; van de zon:. ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων o u die brandt met schitterende stralen Soph. Tr. 99.
}}
}}