Anonymous

κατακρεμάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακρεμάννυμι:''' μέλ. <i>-κρεμάσω</i>, [[κρεμώ]] προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
|lsmtext='''κατακρεμάννυμι:''' μέλ. <i>-κρεμάσω</i>, [[κρεμώ]] προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κρεμάννυμι, act. met acc., causat. doen hangen, ophangen, met ἔκ + gen.:; κὰδ δ ’ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα hij hing de lier aan de haak op Od. 8.67; met κατά + gen.:; τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κατακρεμάσαι het lijk aan de muur te hangen Hdt. 2.121γ.1; pass. intrans. hangen; met ἔκ + gen. aan.
}}
}}