Anonymous

πρώην: Difference between revisions

From LSJ
422 bytes added ,  31 December 2018
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρώην:''' Δωρ. πρώᾱν ([[πρωί]]),<br /><b class="num">I.</b> πρόσφατα, προ ολίγου, Λατ. [[nuper]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[προχθές]], οὐ [[χθές]], ἀλλὰ [[πρώην]], σε Θουκ.· [[πρώην]] τε καὶ [[χθές]], [[μέχρι]] [[προχθές]], [[μέχρι]] πρότινος, σε Ηρόδ.· ομοίως, [[χθές]] τε καὶ [[πρώην]], σε Αριστοφ.· [[πρώην]] καὶ [[χθές]], σε Δημ.
|lsmtext='''πρώην:''' Δωρ. πρώᾱν ([[πρωί]]),<br /><b class="num">I.</b> πρόσφατα, προ ολίγου, Λατ. [[nuper]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[προχθές]], οὐ [[χθές]], ἀλλὰ [[πρώην]], σε Θουκ.· [[πρώην]] τε καὶ [[χθές]], [[μέχρι]] [[προχθές]], [[μέχρι]] πρότινος, σε Ηρόδ.· ομοίως, [[χθές]] τε καὶ [[πρώην]], σε Αριστοφ.· [[πρώην]] καὶ [[χθές]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρώην en πρῴην, Dor. πρόᾱν, πρᾶν [πρό] adv., onlangs:; τὸν σὺ πρῴην κτεῖνας die jij onlangs gedood hebt Il. 24.500; eergisteren:; οὐδενὶ ἐμαχόμεθα χθές, ἀλλὰ πρῴην wij hebben gisteren met niemand gevochten, maar wel eergisteren Thuc. 3.113.4; spreekw.. π. τε καὶ χθές gisteren en eergisteren Hdt. 2.53.1.
}}
}}