Anonymous

σωστέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
 
(nl)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σωστέον:''' ρημ. επίθ. του [[σώζω]], πρέπει [[κάποιος]] να σώσει [[κάτι]] ή κάποιον, σε Ευρ.
|lsmtext='''σωστέον:''' ρημ. επίθ. του [[σώζω]], πρέπει [[κάποιος]] να σώσει [[κάτι]] ή κάποιον, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σωστέον [σῴζω] adj. verb. van σῴζω er moet gered worden, er moet behouden worden:. ( ὅπλα ) οὐ λειπτέον τάδ ’, ἀθλίως δὲ σωστέον deze (wapens) moeten niet achtergelaten worden, maar koste wat kost bewaard Eur. HF 1385.
}}
}}