Anonymous

πανσυδίᾳ: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πανσῠδίᾳ:''' επικ. —ίῃ, επίρρ., (<i>σεύομαι</i>), με ολόκληρη την [[ταχύτητα]] = <i>πάσῃ τῇ σπουδῇ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. [[πανσυδίᾳ]] ή [[πασσυδίᾳ]] σε Ευρ. — Δεν απαντάται ονομ., πρβλ. [[πανστρατιᾷ]].
|lsmtext='''πανσῠδίᾳ:''' επικ. —ίῃ, επίρρ., (<i>σεύομαι</i>), με ολόκληρη την [[ταχύτητα]] = <i>πάσῃ τῇ σπουδῇ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. [[πανσυδίᾳ]] ή [[πασσυδίᾳ]] σε Ευρ. — Δεν απαντάται ονομ., πρβλ. [[πανστρατιᾷ]].
}}
{{elnl
|elnltext=πανσυδίᾳ ook πασσυδίᾳ, Ion. πανσυδίῃ [πανσυδί] adv. in volle vaart. met het hele leger; uitbr. geheel en al:. κάββαλλε π. hij vernietigde compleet AP 7.299.2.
}}
}}