Anonymous

καταπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπετάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I.</b> [[εξαπλώνω]], [[απλώνω]], [[εκτείνω]], [[ανοίγω]] από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[εκτείνω]] ή [[καλύπτω]] με, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''καταπετάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I.</b> [[εξαπλώνω]], [[απλώνω]], [[εκτείνω]], [[ανοίγω]] από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[εκτείνω]] ή [[καλύπτω]] με, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πετάννυμι uitspreiden:. κατὰ λῖτα πετάσσας na een hoes uitgespreid te hebben Il. 8.441. bedekken, omhullen, met acc. (iets) en dat. (met iets).: κατεπέτασ ’ αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι zij bedekte zijn hoofd met een purperen doek Aristoph. Pl. 731; ῥαβδωτοῖς ἱματίοις καταπεπταμένοι bedekt met gestreepte kleden Xen. Cyr. 8.3.16.
}}
}}