Anonymous

σκεθρός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκεθρός:''' -ά, -όν, [[ακριβής]], [[σωστός]], [[προσεκτικός]]· επίρρ. <i>-ῶς</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σκεθρός:''' -ά, -όν, [[ακριβής]], [[σωστός]], [[προσεκτικός]]· επίρρ. <i>-ῶς</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκεθρός -ά -όν [ἔχω? ( σχεῖν )] nauwkeurig, zorgvuldig.
}}
}}