Anonymous

στρατηλατέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρᾰτηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] το [[στράτευμα]] στο [[πεδίο]] της μάχης, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., είμαι [[διοικητής]], [[διοικώ]], [[εξουσιάζω]], σε Ευρ.· με δοτ., στον ίδ.
|lsmtext='''στρᾰτηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] το [[στράτευμα]] στο [[πεδίο]] της μάχης, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., είμαι [[διοικητής]], [[διοικώ]], [[εξουσιάζω]], σε Ευρ.· με δοτ., στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=στρατηλατέω [στρατηλάτης] Ion. imperf. 3 sing. ἐστρατηλάτεε, imper. στρατηλάτεε, inf. στρατηλατέειν, ptc. στρατηλατέων met het leger te velde trekken, een veldtocht ondernemen, met ἐπί + acc. tegen. in een veldtocht het bevel voeren over, met gen., met dat.
}}
}}