3,277,048
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατακαίω:''' Αττ. -κάω <i>[ᾱ]</i>, Επικ. απαρ., [[κατακαιέμεν]]· μέλ. -[[καύσω]], αόρ. αʹ <i>κατέκαυσα</i>, Επικ. <i>κατέκηα</i>, αʹ πληθ. υποτ. [[κατακήομεν]] ή <i>-κείομεν</i> (αντί <i>-κήωμεν</i>), απαρ. [[κατακῆαι]], συγκοπτ. [[κακκῆαι]]· παρακ. <i>-κέκαυκα</i> — Παθ., μέλ. <i>-καυθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>κατεκαύθην</i>, αόρ. βʹ [[κατεκάην]], παρακ. -[[κέκαυμαι]]· (πρβλ. [[καίω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[καίω]] εντελώς, [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]] εντελώς, [[κατακαίω]] ολοκληρωτικά, σε Όμηρ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>κ. τοὺς μάντιας</i>, τους έκαψαν ζωντανούς, σε Ηρόδ.· <i>ζώοντα κατακαυθῆναι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για [[φωτιά]], σε [[τμήση]], κατὰ [[πῦρ]] ἐκάη, είχε καεί εντελώς, είχε καεί και σβήσει, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κατακαίω:''' Αττ. -κάω <i>[ᾱ]</i>, Επικ. απαρ., [[κατακαιέμεν]]· μέλ. -[[καύσω]], αόρ. αʹ <i>κατέκαυσα</i>, Επικ. <i>κατέκηα</i>, αʹ πληθ. υποτ. [[κατακήομεν]] ή <i>-κείομεν</i> (αντί <i>-κήωμεν</i>), απαρ. [[κατακῆαι]], συγκοπτ. [[κακκῆαι]]· παρακ. <i>-κέκαυκα</i> — Παθ., μέλ. <i>-καυθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>κατεκαύθην</i>, αόρ. βʹ [[κατεκάην]], παρακ. -[[κέκαυμαι]]· (πρβλ. [[καίω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[καίω]] εντελώς, [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]] εντελώς, [[κατακαίω]] ολοκληρωτικά, σε Όμηρ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>κ. τοὺς μάντιας</i>, τους έκαψαν ζωντανούς, σε Ηρόδ.· <i>ζώοντα κατακαυθῆναι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για [[φωτιά]], σε [[τμήση]], κατὰ [[πῦρ]] ἐκάη, είχε καεί εντελώς, είχε καεί και σβήσει, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-καίω niet- Att. voor κατακάω. | |||
}} | }} |