Anonymous

συγκατοικέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκατοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διαμένω]], [[κατοικώ]] μαζί με κάποιον, [[συγκατοικώ]], [[συνοικώ]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''συγκατοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διαμένω]], [[κατοικώ]] μαζί με κάποιον, [[συγκατοικώ]], [[συνοικώ]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κατοικέω samenwonen met, met dat.
}}
}}