Anonymous

στράτευμα: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στράτευμα:''' -ατος, τό (στρᾰτεύω)·<br /><b class="num">I.</b> [[εκστρατεία]], πολεμική καμπάνια, [[εξόρμηση]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ένοπλη [[στρατιά]], [[στράτευμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, [[εξοπλισμός]] ναυτικού, σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> = [[στρατός]] 2, [[πλήθος]], [[λαός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''στράτευμα:''' -ατος, τό (στρᾰτεύω)·<br /><b class="num">I.</b> [[εκστρατεία]], πολεμική καμπάνια, [[εξόρμηση]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ένοπλη [[στρατιά]], [[στράτευμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, [[εξοπλισμός]] ναυτικού, σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> = [[στρατός]] 2, [[πλήθος]], [[λαός]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=στράτευμα -ατος, τό [στρατεύω] veldtocht, militaire expeditie; met ἐπί + acc. tegen:. διέφυγον τὸ σ. zij ontsnapten aan de aanval Hdt. 8.112.3. leger(macht);. πεζὸν σ. infanterie Aeschl. Pers. 469; ἱππικὸν σ. cavalerie Xen. Cyr. 3.3.26; ναυτικὸν σ. zeemacht, marine Soph. Ph. 59.
}}
}}