3,274,216
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεδοστῐβής:''' -ές ([[στιβεῖν]]), αυτός που [[πατά]] στη γη, σε Ευρ.· πεζό, αντίθ. προς το [[ἱππηλάτης]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πεδοστῐβής:''' -ές ([[στιβεῖν]]), αυτός που [[πατά]] στη γη, σε Ευρ.· πεζό, αντίθ. προς το [[ἱππηλάτης]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πεδοστιβής -ές [πέδον, στείβω] over de aarde lopend. te voet. | |||
}} | }} |