3,271,364
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκῦτος:''' τό, όπως το [[κύτος]] [ῠ],<br /><b class="num">I.</b> [[δέρμα]] ζώου, [[δορά]], [[τομάρι]], [[πετσί]], [[προβιά]], [[ιδίως]] αυτό που έχει υποστεί [[κατεργασία]], [[βυρσοδεψία]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[δερμάτινη]] [[λωρίδα]], [[μαστίγιο]], σε Δημ.· [[σκύτη]] βλέπειν, [[βλέπω]] [[μπροστά]] μου μαστίγια, δηλ. σα να επρόκειτο να μαστιγωθώ, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''σκῦτος:''' τό, όπως το [[κύτος]] [ῠ],<br /><b class="num">I.</b> [[δέρμα]] ζώου, [[δορά]], [[τομάρι]], [[πετσί]], [[προβιά]], [[ιδίως]] αυτό που έχει υποστεί [[κατεργασία]], [[βυρσοδεψία]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[δερμάτινη]] [[λωρίδα]], [[μαστίγιο]], σε Δημ.· [[σκύτη]] βλέπειν, [[βλέπω]] [[μπροστά]] μου μαστίγια, δηλ. σα να επρόκειτο να μαστιγωθώ, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκῦτος -εος, contr. -ους, τό bewerkte of gelooide huid, leer:. σκύτη πωλεῖν huiden verkopen Aristoph. Eq. 868. uitbr. leren riem, zweep:. σκύτη βλέπειν kijken als iemand die zweepslagen krijgt Aristoph. Ve. 643. | |||
}} | }} |