Anonymous

σκῦτος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῦτος:''' τό, όπως το [[κύτος]] [ῠ],<br /><b class="num">I.</b> [[δέρμα]] ζώου, [[δορά]], [[τομάρι]], [[πετσί]], [[προβιά]], [[ιδίως]] αυτό που έχει υποστεί [[κατεργασία]], [[βυρσοδεψία]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[δερμάτινη]] [[λωρίδα]], [[μαστίγιο]], σε Δημ.· [[σκύτη]] βλέπειν, [[βλέπω]] [[μπροστά]] μου μαστίγια, δηλ. σα να επρόκειτο να μαστιγωθώ, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σκῦτος:''' τό, όπως το [[κύτος]] [ῠ],<br /><b class="num">I.</b> [[δέρμα]] ζώου, [[δορά]], [[τομάρι]], [[πετσί]], [[προβιά]], [[ιδίως]] αυτό που έχει υποστεί [[κατεργασία]], [[βυρσοδεψία]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[δερμάτινη]] [[λωρίδα]], [[μαστίγιο]], σε Δημ.· [[σκύτη]] βλέπειν, [[βλέπω]] [[μπροστά]] μου μαστίγια, δηλ. σα να επρόκειτο να μαστιγωθώ, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκῦτος -εος, contr. -ους, τό bewerkte of gelooide huid, leer:. σκύτη πωλεῖν huiden verkopen Aristoph. Eq. 868. uitbr. leren riem, zweep:. σκύτη βλέπειν kijken als iemand die zweepslagen krijgt Aristoph. Ve. 643.
}}
}}