Anonymous

τριπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῐπλάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[τρεις]] φορές [[άλλος]] [[τόσος]], [[τρεις]] φορές τόσο [[μεγάλος]] όσο..., με γεν., σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., <i>τριπλασίαν δύναμιν εἶχε</i> (ενν. <i>τῆς προτέρας</i>), σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>τριπλάσιον</i>, ως επίρρ., <i>τριπλάσιον</i>, [[τρεις]] φορές τόσο [[πολύ]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρῐπλάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[τρεις]] φορές [[άλλος]] [[τόσος]], [[τρεις]] φορές τόσο [[μεγάλος]] όσο..., με γεν., σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., <i>τριπλασίαν δύναμιν εἶχε</i> (ενν. <i>τῆς προτέρας</i>), σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>τριπλάσιον</i>, ως επίρρ., <i>τριπλάσιον</i>, [[τρεις]] φορές τόσο [[πολύ]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=τριπλάσιος -α -ον [τρι -, ~ διπλάσιος] drievoudig, drie maal zo groot, met gen.: ὄρνις τριπλάσιον Κλεωνύμου een vogel drie maal zo groot als Cleonymus Aristoph. Ach. 88; τριπλάσιον κεκράξομαί σου ik zal driemaal zo luid schreeuwen als jij Aristoph. Eq. 285.
}}
}}