3,277,050
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεπιμελέομαι:''' αποθ. ([[μέλομαι]]), [[συμμετέχω]] στη [[φροντίδα]] για [[κάτι]] ή [[φροντίζω]], [[επιμελούμαι]] [[κάτι]] από κοινού με κάποιον, <i>τινος</i>, σε Θουκ., Ξεν.· [[συνεπιμελέομαι]] τῆς στρατιᾶς, έχω από κοινού την [[επιμέλεια]], τη [[φροντίδα]] για το [[στράτευμα]], σε Ξεν.· απόλ., στον ίδ. | |lsmtext='''συνεπιμελέομαι:''' αποθ. ([[μέλομαι]]), [[συμμετέχω]] στη [[φροντίδα]] για [[κάτι]] ή [[φροντίζω]], [[επιμελούμαι]] [[κάτι]] από κοινού με κάποιον, <i>τινος</i>, σε Θουκ., Ξεν.· [[συνεπιμελέομαι]] τῆς στρατιᾶς, έχω από κοινού την [[επιμέλεια]], τη [[φροντίδα]] για το [[στράτευμα]], σε Ξεν.· απόλ., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-επιμελέομαι en συνεπιμέλομαι, Att. ook ξυνεπιμέλομαι [σύν, ἐπί, μέλομαι] mede zorg of verantwoordelijkheid dragen voor, mede zorgen voor, mede zich inzetten voor, met gen.; met ὅπως + conj. of indic. fut. er mede voor zorgen dat. | |||
}} | }} |