Anonymous

προσάρτησις: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_9)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσάρτησις''': ἡ, (ἐκ τοῦ παθ.), [[προσκόλλησις]], ἢ ἐπί τινος [[αὔξησις]], τῶν καρπῶν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3., 5. 4, 2, κτλ. 2) τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] γίνεται ἡ [[προσκόλλησις]] ἢ [[προσάρτησις]], [[οἷον]] ἐπὶ μυώνων, [[ἄχρι]] φρενῶν προσαρτήσιος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.
|lstext='''προσάρτησις''': ἡ, (ἐκ τοῦ παθ.), [[προσκόλλησις]], ἢ ἐπί τινος [[αὔξησις]], τῶν καρπῶν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3., 5. 4, 2, κτλ. 2) τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] γίνεται ἡ [[προσκόλλησις]] ἢ [[προσάρτησις]], [[οἷον]] ἐπὶ μυώνων, [[ἄχρι]] φρενῶν προσαρτήσιος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.
}}
{{elnl
|elnltext=προσάρτησις -εως, ἡ [προσαίρω] aanhechtingspunt.
}}
}}