Anonymous

κινητικός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῑνητικός:''' -ή, -όν ([[κινέω]]), [[επιτήδειος]] στο να κινεί, σε Ξεν.
|lsmtext='''κῑνητικός:''' -ή, -όν ([[κινέω]]), [[επιτήδειος]] στο να κινεί, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=κινητικός -ή -όν [κινέω] die/dat in beweging zet, ook met gen.: βηχέων κινητικά hik veroorzakend Hp. Aph. 5.24. beweegbaar:. κινητικὸν αὐτό τε καθ ’ αὑτό dat uit zichzelf kan bewegen Plat. Tim. 58d.
}}
}}