Anonymous

συνεδρεύω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεδρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[σύνεδρος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[παρακάθημαι]] ως [[σύνεδρος]] μαζί με άλλους, [[συνεδριάζω]], [[συσκέπτομαι]], [[συνέρχομαι]], σε Αισχίν.· <i>οἱ συνεδρεύοντες</i>, [[μέλη]] συνεδρίου, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[συνεδρίαση]], [[συσκέπτομαι]], στον ίδ.
|lsmtext='''συνεδρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[σύνεδρος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[παρακάθημαι]] ως [[σύνεδρος]] μαζί με άλλους, [[συνεδριάζω]], [[συσκέπτομαι]], [[συνέρχομαι]], σε Αισχίν.· <i>οἱ συνεδρεύοντες</i>, [[μέλη]] συνεδρίου, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[συνεδρίαση]], [[συσκέπτομαι]], στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=συνεδρεύω [συνέδριον] vergaderen, zitting houden, beraadslagen.
}}
}}