Anonymous

στυφελίζω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στῠφελίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i> ([[στυφελός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]], [[πλήττω]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνεμο, [[απομακρύνω]], [[σκορπίζω]] τα σύννεφα, στο ίδ.· <i>ἐξ ἑδέων στυφελίξαι</i>, τον ανέτρεψε, τον έριξε από το κάθισμά του, την [[έδρα]] του, την [[θέση]] του, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, φέρομαι με [[σκληρότητα]], [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα, κακομεταχειρίζομαι, [[συμπεριφέρομαι]] με [[σκαιότητα]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''στῠφελίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i> ([[στυφελός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]], [[πλήττω]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνεμο, [[απομακρύνω]], [[σκορπίζω]] τα σύννεφα, στο ίδ.· <i>ἐξ ἑδέων στυφελίξαι</i>, τον ανέτρεψε, τον έριξε από το κάθισμά του, την [[έδρα]] του, την [[θέση]] του, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, φέρομαι με [[σκληρότητα]], [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα, κακομεταχειρίζομαι, [[συμπεριφέρομαι]] με [[σκαιότητα]], σε Όμηρ.
}}
{{elnl
|elnltext=στυφελίζω [~ στυφελός] aor. ἐστυφέλιξα, ep. στυφέλιξα. hard slaan, stoten tegen, beuken tegen, met acc.:; ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ zoals wanneer de westenwind tegen de wolken stoot Il. 11.305; met acc. en\n ἐκ of ἐκτός + gen. wegstoten van of uit iets. uitbr. hardhandig behandelen, mishandelen, schofferen; geneesk.. σ. τὰ τρώματα de wonden hardhandig behandelen Hp. Fract. 31.
}}
}}