Anonymous

πληκτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πληκτίζομαι:''' αποθ., μόνο στον ενεστ.·<br /><b class="num">I.</b> [[διαπληκτίζομαι]], συμπλέκομαι με κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[θλίψη]], Λατ. plangere, σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> [[ερωτοτροπώ]] με κάποιον, σε Στράβ.
|lsmtext='''πληκτίζομαι:''' αποθ., μόνο στον ενεστ.·<br /><b class="num">I.</b> [[διαπληκτίζομαι]], συμπλέκομαι με κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[θλίψη]], Λατ. plangere, σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> [[ερωτοτροπώ]] με κάποιον, σε Στράβ.
}}
{{elnl
|elnltext=πληκτίζομαι [πλήττω] slaags raken met; Il. 21.499; seks. stoeien. Aristoph. Eccl. 965.
}}
}}