3,274,919
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κομήτης:''' -ου, ὁ ([[κομάω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά, [[μακρυμάλλης]], [[παρά]] Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἰὸς κ</i>., [[βέλος]] με φτερά, σε Σοφ.· <i>λειμὼν κ</i>., πράσινο [[λιβάδι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κομήτης]], σε Αριστ. | |lsmtext='''κομήτης:''' -ου, ὁ ([[κομάω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά, [[μακρυμάλλης]], [[παρά]] Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἰὸς κ</i>., [[βέλος]] με φτερά, σε Σοφ.· <i>λειμὼν κ</i>., πράσινο [[λιβάδι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κομήτης]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κομήτης -ου [κομή] langharig, als ongunstig kenmerk:; ἢν μὲν ἴδωσι κομήτην ἄγριόν τινα als ze zo’n langharige wilde jongen zien Aristoph. Nub. 348; overdr. van pijlen gevederd:; κομήτης ἰός gevederde pijl Soph. Tr. 567; van weide hoogbegroeid:. ἔν τε κομήτῃ λειμῶνι in een grazige wei Eur. Hipp. 210. subst. komeet:. μέγας κομήτης ἐφάνη... ἐπὶ νύκτας ἑπτά een grote komeet was gedurende zeven nachten zichtbaar Plut. Caes. 69.4. | |||
}} | }} |