Anonymous

κάθαιμος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάθαιμος:''' -ον ([[αἷμα]]), καταματωμένος, [[αιματηρός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κάθαιμος:''' -ον ([[αἷμα]]), καταματωμένος, [[αιματηρός]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κάθαιμος -ον [κατά, αἷμα] bloedig.
}}
}}