3,273,762
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που προέρχεται από τις ρίζες, από τη [[ρίζα]] και τα κλαδιά, [[ολοκληρωτικός]], Λατ. [[radicitus]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐκτρίβειν</i>, σε Ευρ.· [[πρόρριζος]] ἔφθαρται, σε Σοφ. | |lsmtext='''πρόρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που προέρχεται από τις ρίζες, από τη [[ρίζα]] και τα κλαδιά, [[ολοκληρωτικός]], Λατ. [[radicitus]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐκτρίβειν</i>, σε Ευρ.· [[πρόρριζος]] ἔφθαρται, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρόρριζος -ον [πρό, ῥίζα] met wortel en al; overdr. volledig, totaal. | |||
}} | }} |