Anonymous

πρόρριζος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που προέρχεται από τις ρίζες, από τη [[ρίζα]] και τα κλαδιά, [[ολοκληρωτικός]], Λατ. [[radicitus]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐκτρίβειν</i>, σε Ευρ.· [[πρόρριζος]] ἔφθαρται, σε Σοφ.
|lsmtext='''πρόρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που προέρχεται από τις ρίζες, από τη [[ρίζα]] και τα κλαδιά, [[ολοκληρωτικός]], Λατ. [[radicitus]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐκτρίβειν</i>, σε Ευρ.· [[πρόρριζος]] ἔφθαρται, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόρριζος -ον [πρό, ῥίζα] met wortel en al; overdr. volledig, totaal.
}}
}}