Anonymous

σθεναρός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σθενᾰρός:''' -ά, -όν, [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· συγκρ. <i>σθεναρώτερος</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''σθενᾰρός:''' -ά, -όν, [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· συγκρ. <i>σθεναρώτερος</i>, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=σθενᾰρός -ά -όν [σθένος] krachtig, sterk.
}}
}}