Anonymous

κορυφαῖος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορῠφαῖος:''' ὁ ([[κορυφή]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αρχηγός]], [[κύριος]], [[αφέντης]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· στο Αττ. [[δράμα]], ο [[κορυφαίος]] του Χορού, σε Δημ.· <i>κ. ἑστηκώς</i>, αυτός που κάθεται στην [[κεφαλή]] της [[σειράς]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που βρίσκεται στην [[κορυφή]], ὁ κ. [[πῖλος]], η [[κορωνίδα]] του Ρωμαίου στεφανηφόρου ιερέα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κορῠφαῖος:''' ὁ ([[κορυφή]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αρχηγός]], [[κύριος]], [[αφέντης]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· στο Αττ. [[δράμα]], ο [[κορυφαίος]] του Χορού, σε Δημ.· <i>κ. ἑστηκώς</i>, αυτός που κάθεται στην [[κεφαλή]] της [[σειράς]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που βρίσκεται στην [[κορυφή]], ὁ κ. [[πῖλος]], η [[κορωνίδα]] του Ρωμαίου στεφανηφόρου ιερέα, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κορυφαῖος -α -ον [κορυφή] top-, belangrijkste:; δύο μὲν ταῦτα κορυφαιότατα οἴκοθεν ἔχοντα ἥκειν dat hij (de historicus) van huis uit is uitgerust met deze twee allerbelangrijkste kwaliteiten Luc. 59.34; subst.: ὁ κορυφᾶιος hoofdman; spec. koorleider. in een punt uitlopend:. ὁ κ. πῖλος puntmuts (van Romeinse priesters) Plut. Marc. 5.5.
}}
}}