Anonymous

κεράστης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεράστης:''' -ου, κλητ. <i>κεράστα</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που έχει κέρατα, [[ἔλαφος]], σε Σοφ., Ευρ.· θηλ. [[κεραστίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, λέγεται για την Ιώ, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κεράστης:''' -ου, κλητ. <i>κεράστα</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που έχει κέρατα, [[ἔλαφος]], σε Σοφ., Ευρ.· θηλ. [[κεραστίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, λέγεται για την Ιώ, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κεράστης, -ου [κέρας] vocat. sing. κεράστα gehoornd; subst. hoorndrager (ram); gehoornde slang.
}}
}}