Anonymous

σκιρτάω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκιρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σκαίρω]]), [[αναπηδώ]], [[πηδώ]], τινάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για την [[ορμή]] του ανέμου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σκιρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σκαίρω]]), [[αναπηδώ]], [[πηδώ]], τινάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για την [[ορμή]] του ανέμου, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκιρτάω [σκαίρω] springen, huppelen, dartelen, bokkensprongen maken, van paarden, veulens, Bacchanten; ook overdr..; σκιρτᾷ δ ’ ἀνέμων πνεύματα de vlagen der winden dartelen Aeschl. PV. 1085; χάρητε … καὶ σκιρτήσατε wees blij en dans van vreugde NT Luc. 6.23; ongunstig, voor frivool gedrag. τις ἐξαρθεὶς ὑπὸ μεγαλαυχίας … σκιρτᾷ ταράττων πάντα iemand die in de ban is van eigendunk huppelt rond en maakt er een zootje van Plat. Lg. 716b.
}}
}}