3,274,418
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκιρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σκαίρω]]), [[αναπηδώ]], [[πηδώ]], τινάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για την [[ορμή]] του ανέμου, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''σκιρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σκαίρω]]), [[αναπηδώ]], [[πηδώ]], τινάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για την [[ορμή]] του ανέμου, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκιρτάω [σκαίρω] springen, huppelen, dartelen, bokkensprongen maken, van paarden, veulens, Bacchanten; ook overdr..; σκιρτᾷ δ ’ ἀνέμων πνεύματα de vlagen der winden dartelen Aeschl. PV. 1085; χάρητε … καὶ σκιρτήσατε wees blij en dans van vreugde NT Luc. 6.23; ongunstig, voor frivool gedrag. τις ἐξαρθεὶς ὑπὸ μεγαλαυχίας … σκιρτᾷ ταράττων πάντα iemand die in de ban is van eigendunk huppelt rond en maakt er een zootje van Plat. Lg. 716b. | |||
}} | }} |