Anonymous

κνῆκος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(20)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνῆκος]], ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ)<br /><b>1.</b> το [[γένος]] [[φυτών]] [[κάρθαμος]], ένα [[είδος]] του οποίου χρησιμοποιούνταν για την [[εξαγωγή]] χρωστικής ουσίας<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[κνίκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sub>e</sub><i>n</i><i>ә</i><i>ko</i>- «[[χρυσοκόκκινος]], [[χρυσοκίτρινος]]», όπως και το αντίστοιχο επίθ. [[κνηκός]]. Συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>k</i><i>ā</i><i>ncana</i>- «[[χρυσός]]» και το γερμ. <i>honig</i> «[[μέλι]]», λ. που σχετίζονται [[επίσης]] με το χρυσοκόκκινο [[χρώμα]]. Απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>kanako</i>. Μαρτυρείται και παρλλ. τ. [[κνίκος]] με υποκορ. [[κνίκιον]], πιθ. [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[κνίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνηκίας]], [[κνήκινος]], [[κνήκιον]], [[κνηκίτης]], [[κνηκόπυρος]], [[κνηκός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κνηκίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνηκάνθιον]], [[κνηκέλαιον]], [[κνηκοειδής]], [[κνηκοσυμμιγής]], [[κνηκοφόρος]]].
|mltxt=[[κνῆκος]], ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ)<br /><b>1.</b> το [[γένος]] [[φυτών]] [[κάρθαμος]], ένα [[είδος]] του οποίου χρησιμοποιούνταν για την [[εξαγωγή]] χρωστικής ουσίας<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[κνίκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sub>e</sub><i>n</i><i>ә</i><i>ko</i>- «[[χρυσοκόκκινος]], [[χρυσοκίτρινος]]», όπως και το αντίστοιχο επίθ. [[κνηκός]]. Συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>k</i><i>ā</i><i>ncana</i>- «[[χρυσός]]» και το γερμ. <i>honig</i> «[[μέλι]]», λ. που σχετίζονται [[επίσης]] με το χρυσοκόκκινο [[χρώμα]]. Απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>kanako</i>. Μαρτυρείται και παρλλ. τ. [[κνίκος]] με υποκορ. [[κνίκιον]], πιθ. [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[κνίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνηκίας]], [[κνήκινος]], [[κνήκιον]], [[κνηκίτης]], [[κνηκόπυρος]], [[κνηκός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κνηκίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνηκάνθιον]], [[κνηκέλαιον]], [[κνηκοειδής]], [[κνηκοσυμμιγής]], [[κνηκοφόρος]]].
}}
{{elnl
|elnltext=κνῆκος -ου, ὁ en ἡ saffloer (distelsoort).
}}
}}