3,277,286
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολῠπότης:''' Επικ. πουλυ-, -ου, ὁ, [[σκληρός]] [[πότης]], [[δεινός]] στην [[οινοποσία]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πολῠπότης:''' Επικ. πουλυ-, -ου, ὁ, [[σκληρός]] [[πότης]], [[δεινός]] στην [[οινοποσία]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυπότης -ου, ὁ [πολύς, πίνω] overmatig drinker. | |||
}} | }} |