Anonymous

πολυπότης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠπότης:''' Επικ. πουλυ-, -ου, ὁ, [[σκληρός]] [[πότης]], [[δεινός]] στην [[οινοποσία]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πολῠπότης:''' Επικ. πουλυ-, -ου, ὁ, [[σκληρός]] [[πότης]], [[δεινός]] στην [[οινοποσία]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυπότης -ου, ὁ [πολύς, πίνω] overmatig drinker.
}}
}}