Anonymous

ἁμαξίτης: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁμαξίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ἅμαξα]]), αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για [[άμαξα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἁμαξίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ἅμαξα]]), αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για [[άμαξα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁμαξίτης:''' ου (ῑ) adj. m погружаемый или погруженный на воз ([[φόρτος]] Anth.).
}}
}}