3,274,313
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρεμαστός:''' -ή, -όν, κρεμασμένος, [[μετέωρος]], απαγχονισμένος, <i>κρ. αὐχένος</i>, κρεμασμένος από το λαιμό, σε Σοφ.· με γεν., επίσης κρεμασμένος από ή σε [[κάτι]], σε Ευρ.· κρεμαστὴ [[ἀρτάνη]], δηλ. [[θηλιά]], [[βρόχος]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>βρόχοι κ</i>., σε Ευρ. | |lsmtext='''κρεμαστός:''' -ή, -όν, κρεμασμένος, [[μετέωρος]], απαγχονισμένος, <i>κρ. αὐχένος</i>, κρεμασμένος από το λαιμό, σε Σοφ.· με γεν., επίσης κρεμασμένος από ή σε [[κάτι]], σε Ευρ.· κρεμαστὴ [[ἀρτάνη]], δηλ. [[θηλιά]], [[βρόχος]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>βρόχοι κ</i>., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρεμαστός -ή -όν [κρεμάννυμι] hangend, opgehangen:. τὴν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν we zagen haar hangen aan haar hals Soph. Ant. 1221; ἐν κλινιδίῳ κρεμαστῷ παρὰ τὴν γῆν αὐτὴν in een hangmat die vlak boven de grond hing Plut. Per. 27.4. | |||
}} | }} |