Anonymous

κρεμαστός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρεμαστός:''' -ή, -όν, κρεμασμένος, [[μετέωρος]], απαγχονισμένος, <i>κρ. αὐχένος</i>, κρεμασμένος από το λαιμό, σε Σοφ.· με γεν., επίσης κρεμασμένος από ή σε [[κάτι]], σε Ευρ.· κρεμαστὴ [[ἀρτάνη]], δηλ. [[θηλιά]], [[βρόχος]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>βρόχοι κ</i>., σε Ευρ.
|lsmtext='''κρεμαστός:''' -ή, -όν, κρεμασμένος, [[μετέωρος]], απαγχονισμένος, <i>κρ. αὐχένος</i>, κρεμασμένος από το λαιμό, σε Σοφ.· με γεν., επίσης κρεμασμένος από ή σε [[κάτι]], σε Ευρ.· κρεμαστὴ [[ἀρτάνη]], δηλ. [[θηλιά]], [[βρόχος]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>βρόχοι κ</i>., σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κρεμαστός -ή -όν [κρεμάννυμι] hangend, opgehangen:. τὴν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν we zagen haar hangen aan haar hals Soph. Ant. 1221; ἐν κλινιδίῳ κρεμαστῷ παρὰ τὴν γῆν αὐτὴν in een hangmat die vlak boven de grond hing Plut. Per. 27.4.
}}
}}