Anonymous

πάχος: Difference between revisions

From LSJ
511 bytes added ,  31 December 2018
nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάχος:''' [ᾰ], -εος, τό ([[παχύς]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πυκνότητα]], σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· απόλ., [[πάχος]], το [[πάχος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πάχος]] σαρκός, σωματική, μυική [[δύναμη]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πάχος:''' [ᾰ], -εος, τό ([[παχύς]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πυκνότητα]], σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· απόλ., [[πάχος]], το [[πάχος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πάχος]] σαρκός, σωματική, μυική [[δύναμη]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πάχος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ παχύς] dikte:; τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος εἰσοράασθαι zo lang en zo dik was (de staak) om te zien Od. 9.324; τὸ πάχος τοῦ τείχους de dikte van de muur Thuc. 1.93.5; acc. resp.:. πάχος in dikte Hdt. 4.81.4. dikheid:. οἳ σαρκὸς εἶχον εὐτραφέστατον πάχος die de meest weldoorvoede lijfelijke dikheid bezaten Eur. Cycl. 380.
}}
}}