Anonymous

εὔθετος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔθετος:''' -ον, τοποθετημένος [[καλά]] ή αυτός που εύκολα στοιβάζεται, σε Αισχύλ.· εὔθ. [[σάκος]], αυτός που εφαρμόζει [[καλά]], [[έτοιμος]] προς [[χρήση]], Λατ. [[habilis]], στον ίδ.
|lsmtext='''εὔθετος:''' -ον, τοποθετημένος [[καλά]] ή αυτός που εύκολα στοιβάζεται, σε Αισχύλ.· εὔθ. [[σάκος]], αυτός που εφαρμόζει [[καλά]], [[έτοιμος]] προς [[χρήση]], Λατ. [[habilis]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔθετος:''' <b class="num">1)</b> хорошо сработанный, искусно сделанный (λέβητες, ἀρβύλαι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> удобный, годный, полезный (εἴς τι Diod.; πρός τι Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> подходящий, пригодный, способный (πρός τι Polyb.; [[κατά]] τι Diod.).
}}
}}