Anonymous

ἀμετάθετος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάθετος]], -ον) [[μετατίθημι]]<br />αυτός που δεν μεταβάλλει [[θέση]], που δεν μετατοπίζεται, και αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να μετατοπιστεί, [[αμετακίνητος]], [[σταθερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αμετάθετο</i>.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάθετος]], -ον) [[μετατίθημι]]<br />αυτός που δεν μεταβάλλει [[θέση]], που δεν μετατοπίζεται, και αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να μετατοπιστεί, [[αμετακίνητος]], [[σταθερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αμετάθετο</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμετάθετος:''' неизменный, непоколебимый ([[διάληψις]] Polyb.; [[εἱμαρμένη]] Plut.; [[πίστις]] Diod.).
}}
}}