σκώπτω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκώπτω:''' μέλ. <i>σκώψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔσκωψα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσκώφθην</i>, παρακ. <i>ἔσκωμμαι</i>· <b>1. α)</b> [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]], [[χαριεντίζομαι]], [[χλευάζω]], σε Αριστοφ.· επίσης, [[σκώπτω]] εἰς τὰ ῥάκια, [[περιγελώ]] τα κουρέλια του, στον ίδ.· <i>εἴς τινα</i>, σε Αισχίν. <b>β)</b> με θετική [[σημασία]], [[αστειεύομαι]] με, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[πειράζω]], [[αστειεύομαι]], είμαι [[αστείος]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''σκώπτω:''' μέλ. <i>σκώψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔσκωψα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσκώφθην</i>, παρακ. <i>ἔσκωμμαι</i>· <b>1. α)</b> [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]], [[χαριεντίζομαι]], [[χλευάζω]], σε Αριστοφ.· επίσης, [[σκώπτω]] εἰς τὰ ῥάκια, [[περιγελώ]] τα κουρέλια του, στον ίδ.· <i>εἴς τινα</i>, σε Αισχίν. <b>β)</b> με θετική [[σημασία]], [[αστειεύομαι]] με, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[πειράζω]], [[αστειεύομαι]], είμαι [[αστείος]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκώπτω [~ σκώψ?] bespotten, grappen maken over, met acc.:; σκώψας αὐτοῦ τὰς πληγάς grappen makend over de klappen die hij gekregen had Aristoph. Pax 745; met acc. en εἰς + acc..; σκώπτων τὰς Λακωνικὰς μαχαίρας εἰς τὴν μικρότητα grappen makend over de Laconische dolken om hun kortheid Plut. Lyc. 19.4; ook alleen met εἰς + acc. abs. spotten, grappen maken:. σκώψαντα εἰπεῖν voor de grap zeggen Xen. Cyr. 1.3.8; σκώπτεις je bent niet serieus Eur. Cycl. 675; σκώπτειν πειρᾷ καὶ κωμῳδεῖν τοῦ σπουδάζειν ἀμελήσας je probeert grappen te maken en komedie te spelen zonder ook maar te proberen ernstig te zijn Aristoph. Pl. 557.
}}
}}