Anonymous

πορεῖον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(33)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=δωρ. και αιολ. τ. [[πορήϊον]], τὸ, Α [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> [[μέσο]] μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> το χρηματικό [[ποσό]] που πληρώνει [[κανείς]] για να ταξιδεύσει με [[πλοίο]], τα [[ναύλα]]<br /><b>3.</b> [[φορτίο]].
|mltxt=δωρ. και αιολ. τ. [[πορήϊον]], τὸ, Α [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> [[μέσο]] μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> το χρηματικό [[ποσό]] που πληρώνει [[κανείς]] για να ταξιδεύσει με [[πλοίο]], τα [[ναύλα]]<br /><b>3.</b> [[φορτίο]].
}}
{{elnl
|elnltext=πορεῖον -ου, τό [πορεύω] voertuig.
}}
}}