Anonymous

κνυζόω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνυζόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βλάπτω]] τα μάτια, [[προξενώ]] σε αυτά [[σκότος]], σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''κνυζόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βλάπτω]] τα μάτια, [[προξενώ]] σε αυτά [[σκότος]], σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κνυζόω [~ κνύζα?] dof maken, donker maken:. κνυζώσω δέ τοι ὄσσε ik zal je ogen dof maken Od. 13.401.
}}
}}