Anonymous

ἀνεχέγγυος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεχέγγυος:''' -ον, αυτός που δεν παρέχει [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]] ή [[εμπιστοσύνη]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀνεχέγγυος:''' -ον, αυτός που δεν παρέχει [[εγγύηση]], [[ασφάλεια]] ή [[εμπιστοσύνη]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεχέγγυος:''' досл. не гарантированный, не обеспеченный залогом, перен. ненадежный: ἡ [[γνώμη]] ἀ. Thuc. неуверенность в своих силах, нерешительность.
}}
}}