Anonymous

καθαρτήριος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(18)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[καθαρτήριος]], -ον) [[καθαρτήρ]]<br />αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> ([[κατά]] τη [[διδασκαλία]] της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) <i>το καθαρτήριο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[τόπος]] όπου εξαγνίζονται [[κατά]] τη μεταθανάτια ζωή με το καθαρτήριο πυρ, [[πριν]] εισέλθουν στον παράδεισο, οι ψυχές όσων αμαρτωλών μετανόησαν<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ καθαρτήρια</i><br />οι εξαγνιστικὲς θυσίες.
|mltxt=-α, -ο (AM [[καθαρτήριος]], -ον) [[καθαρτήρ]]<br />αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> ([[κατά]] τη [[διδασκαλία]] της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) <i>το καθαρτήριο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[τόπος]] όπου εξαγνίζονται [[κατά]] τη μεταθανάτια ζωή με το καθαρτήριο πυρ, [[πριν]] εισέλθουν στον παράδεισο, οι ψυχές όσων αμαρτωλών μετανόησαν<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ καθαρτήρια</i><br />οι εξαγνιστικὲς θυσίες.
}}
{{elnl
|elnltext=καθαρτήριος -ον [καθαρτής] reinigings-; Hp.; subst. τὸ καθαρτήριον purgeermiddel. Hp.
}}
}}