Anonymous

σπευστικός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(4)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σπευστικός:''' торопливый (οὐ γὰρ σ. ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων Arst.).
|elrutext='''σπευστικός:''' торопливый (οὐ γὰρ σ. ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=σπευστικός -ή -όν [σπεύδω] geneigd zich te haasten, haastig.
}}
}}