Anonymous

ἀμαύρωμα: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμαύρωμα:''' -ατος, τό (ἀμαυρόομαι), [[αμαύρωση]], επισκότηση, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀμαύρωμα:''' -ατος, τό (ἀμαυρόομαι), [[αμαύρωση]], επισκότηση, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμαύρωμα:''' ατος τό затмение, помрачение, потускнение (τῆς αὐγῆς Plut.).
}}
}}