Anonymous

καταμάρπτω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταμάρπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[πιάνω]], [[συλλαμβάνω]], Λατ. [[deprehendo]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]],, προφθαίνω κάποιον που διαφεύγει, [[προλαβαίνω]] κάποιον που ξεφεύγει, σε Όμηρ., Πίνδ.
|lsmtext='''καταμάρπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[πιάνω]], [[συλλαμβάνω]], Λατ. [[deprehendo]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]],, προφθαίνω κάποιον που διαφεύγει, [[προλαβαίνω]] κάποιον που ξεφεύγει, σε Όμηρ., Πίνδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-μάρπτω inhalen, grijpen.
}}
}}