Anonymous

κερδαλεόφρων: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κερδᾰλεόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει πανούργο [[μυαλό]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κερδᾰλεόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει πανούργο [[μυαλό]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κερδᾰλεόφρων:''' 2, gen. ονος корыстолюбивый, алчный ([[Ἀγαμέμνων]], [[Ὀδυσσεύς]] Hom.).
}}
}}