Anonymous

ἀγνωμονέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγνωμονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀγνώμων]]), [[ενεργώ]] [[χωρίς]] την πρέπουσα [[σύνεση]], [[χωρίς]] [[καλή]] [[διάθεση]], φέρομαι άδικα, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., [[κάποιος]] με μεταχειρίζεται άδικα ή [[κακώς]], <i>ἀγνωμονηθείς</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀγνωμονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀγνώμων]]), [[ενεργώ]] [[χωρίς]] την πρέπουσα [[σύνεση]], [[χωρίς]] [[καλή]] [[διάθεση]], φέρομαι άδικα, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., [[κάποιος]] με μεταχειρίζεται άδικα ή [[κακώς]], <i>ἀγνωμονηθείς</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγνωμονέω:''' поступать несправедливо (πρός и εἴς τινα Dem. и περί τινα Plut.): Κάμιλλος ἀγνωμονηθεὶς ἔβλαψε τὰ πράγματα Plut. недостойное поведение в отношении Камилла причинило ущерб государству; περὶ τὸν σταθμὸν ἀ. Plut. пользоваться неверными весами, обвешивать.
}}
}}