Anonymous

κρεοκοπέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρεοκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κόβω]] σε κομμάτια, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''κρεοκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κόβω]] σε κομμάτια, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κρεοκοπέω [κρεοκόπος] fijn hakken.
}}
}}