Anonymous

δάνειον: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δάνειον:''' τό ([[δάνος]]), [[δάνειο]], δανεικά, [[πίστωση]], σε Δημ.
|lsmtext='''δάνειον:''' τό ([[δάνος]]), [[δάνειο]], δανεικά, [[πίστωση]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''δάνειον:''' (ᾰ) τό заем, ссуда под проценты или долг Dem., Arst., Plut.
}}
}}